- νομαδισμός
- Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε
τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των φυτών. Μια πρώτη μορφή ν. εμφανίζεται στους κυνηγετικούς λαούς, που μετακινούνται προς τους τόπους όπου τα ζώα είναι αφθονότερα. Αυτή η μορφή ν. (που ασκείται από τους Βουσμάνους, τους Αυστραλιανούς, τους Πυγμαίους) δε συνεπάγεται σχεδόν ποτέ μόνιμες κατοικίες ή κανονικές μετακινήσεις, εκτός αν οι μεταναστεύσεις των ζώων (όπως π.χ. στις βόρειες περιοχές) γίνονται πίσω από τις ομάδες των κυνηγών.
Και ο ποιμενικός ν. είναι ουσιαστικά όμοιος με τον προηγούμενο. Πρέπει όμως να διακρίνουμε δυο διαφορετικές μορφές, τον τέλειο ν. και τον ημινομαδισμό. Στην πρώτη περίπτωση η κτηνοτροφία αντιπροσωπεύει το μόνο μέσο συντήρησης της ομάδας που θα ακολουθήσει ομαδικά το κοπάδι σε αναζήτηση καλύτερων βοσκότοπων. Έχουμε τότε την πλήρη έλλειψη μόνιμης κατοικίας και η στέγαση εξασφαλίζεται με ευκολομετακίνητα μέσα (λυόμενες καλύβες ή σκηνές). Όταν όμως η ομάδα στηρίζεται για τη συντήρησή της και στη γεωργία, ο ν. ασκείται μόνο σε περιόδους γεωργικών διακοπών, μεταξύ θερισμού και σποράς. Ο ημινομαδισμός στην τυπική του μορφή αναφέρεται όμως σ’ εκείνες τις ομάδες που διαθέτουν αρκετά εύφορα εδάφη, ώστε να μπορούν να ασκήσουν κάποιο είδος προοδευμένης γεωργίας, στην περίπτωση αυτή (ν. της Σαχάρας) υπάρχει μια μόνιμη κατοικία που συνδέεται με την κατοχή οάσεων ή πηγαδιών, κοντά στα οποία ασκείται η γεωργία και μόνο ένα μέρος της ομάδας μετακινείται εποχιακά μαζί με τα ζώα.
Σκηνές νομάδων στο βορειοανατολικό Σουδάν.
* * *οτρόπος ζωής που χρακτηρίζεται από τις μετακινήσεις ανθρώπινων ομάδων για εξασφάλιση τής διατροφής τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nomadism < νομάδας + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.